- μνήμενος
- μνήμενος, ὁ (Α)αυτός που θυμάται.[ΕΤΥΜΟΛ. Τον τ. παραδίδει ο Αριστοτέλης ως ομηρικό. Ο τ. μνήμενος πιθ. αντί τού αναμενόμενου τ. μνωόμενος < μνῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑμνημένος — ὑ̱μνημένος , ὑμνέω sing of perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)